- προκλήσεων
- προκλήσεω̆ν , πρόκλησιςcalling forthfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
πυγμή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πυγμά, Α το άκρο τού χεριού με τα δάχτυλα κλειστά προς τα μέσα, γροθιά νεοελλ. ισχύς, δύναμη, επιβολή («έδειξε πυγμή στην αντιμετώπιση τών προκλήσεων») αρχ. 1. η πυγμαχία 2. πάλη, αγώνας 3. μέτρο μήκους, από τον αγκώνα ώς την… … Dictionary of Greek
Έλλη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν κόρη της Νεφέλης και του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού της Βοιωτίας, και αδελφή του Φρίξου. Όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος, επειδή η δεύτερη σύζυγος του Αθάμαντα, Ινώ, μισούσε τα παιδιά … Dictionary of Greek